κοντοστέκομαι

κοντοστέκομαι
κοντοστέκομαι και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντοστέκω — κοντοστέκομαι και κοντοστέκω, κοντοστάθηκα βλ. πίν. 207 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακροστέκομαι — στέκομαι, σταματώ λίγο, κοντοστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + στέκομαι] …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω) (ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζοντας νεοελλ. διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια»,… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι κοντοστάθηκα 1. σταματώ απότομα ενώ βαδίζω. 2. διστάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”